Αιχμάλωτος
Αιχμάλωτος
Με το φίλο μου Γιάννη Μαντούζα γνωριζόμαστε από το 1969. Ήταν τότε φοιτητής της Μαθηματικής Σχολής. Την εποχή εκείνη είχαμε μια ερασιτεχνική λέσχη Καράτε που αποτελείτο κυρίως από φοιτητές. Τη λέγανε AKDA (Athens Karate Do Association). Εγώ ήμουν ο… Διευθύνων Εκπαιδευτής. Είχα 5 χρόνια έντονης ενασχόλησης με το Καράτε και δεν υπήρχε άλλος με περισσότερη εμπειρία. Ο Γιάννης γράφτηκε στην AKDA. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ταλέντο στο Καράτε. Είχε όμως πολλά άλλα ταλέντα. Ήταν μελετηρός και επίμονος. Προπονιόταν σαν το σκυλί. Ποτέ του δεν είπε «δεν αντέχω άλλο». Το 1973 η AKDA ανέλαβε να διδάξει για πρώτη φορά Καράτε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Για βοηθό εκπαιδευτή διάλεξα το Γιάννη. Είχε ήδη 4 χρόνια πείρα – κι ενώ εδικαιούτο μαύρη ζώνη – είχε μείνει πεισματικά στην καφέ. Ήταν ο καλύτερος μαθητής που είχα ποτέ στα 12 χρόνια που δίδασκα Καράτε. Και είχα πάνω από 3.000 μαθητές.
Ο Γιάννης ήταν από την Καρδίτσα. Θυμάμαι μια σκηνή από τότε που πήρε το πτυχίο της Μαθηματικής. Το πτυχίο έγραφε: «Ο Ιωάννης Μαντούζας εκ Καρδίτσης ορμώμενος…». Ο Γιάννης το… μετέφρασε στα Καρδιτσιώτικα: « Ι Γιάννης ι Μαντούζας έμασε φόρα από την Καρδίτσα κι επήρε το πτυχίο»!
Με το Γιάννη και τη σύζυγό του Ρεβέκκα, μας δένει μια φιλία που την έχουμε κρατήσει ζωντανή παρόλο που ζουν χρόνια στην Καρδίτσα. Το Σάββατο 13 Ιουνίου παντρευόταν η μεγάλη του κόρη, η Μπέλα. Φυσικά πήγα στο γάμο. Ο γαμπρός περίμενε στις 7.30 το απόγευμα έξω από την εκκλησία. Επειδή δεν θυμόμουν τη μορφή του, προς στιγμή πανικοβλήθηκα. Νόμιζα ότι είχα πάει σε… λάθος γάμο.
Κάποια στιγμή, από έναν δρόμο ξεπρόβαλε πεζή η οικογένεια Μαντούζα. Ο Γιάννης δεξιά από τη Μπέλα. Η Ρεβέκκα αριστερά. Καθώς τους έβλεπα να πλησιάζουν έπαθα πλάκα: Είδα ξαφνικά το Γιάννη και τη Ρεβέκκα όπως τους θυμόμουν στο γάμο τους το 1975. Αυτό ήταν: Άρχισα να κλαίω σαν το μαλάκα. Την ώρα που πέρασε η Ρεβέκκα από δίπλα μου της είπα «I’ m so fucking touched» (είμαι τόσο γαμημένα συγκινημένος). Της μίλησα Αγγλικά διότι είναι Νεοζηλανδέζα. Ίσως αυτή να είναι μια από τις πιο έντονες συγκινήσεις που έχω ζήσει. Μου πήρε πάνω από μισή ώρα να συνέλθω από τη συγκίνηση. Όταν μπήκα στην εκκλησία το μυστήριο βάδιζε προς το τέλος. Το σακουλάκι με το ρύζι έμεινε στην τσέπη μου.
Η βραδιά συνεχίστηκε με το πατροπαράδοτο γαμήλιο γλέντι. Ένας θερινός χώρος με 450 άτομα. Πολύ επαρκής εξυπηρέτηση και καλή ποιότητα φαγητών και ποτών. Κάποια στιγμή, αφού το τελείωσε το μουσικό… μαρτύριο στο οποίο μας είχε υποβάλει ο DJ ήρθε η ώρα για τα κλαρίνα. Ο Γιαννάκης μας κατάγεται από την Λάρισα (ο γαμπρός). Η Μπέλα μας από κάπου ανάμεσα Νεοζηλανδίας και Καρδίτσας. Τι θα παίζανε; Νησιώτικα; Όχι βέβαια. Κλαρίνο και τσάμικο. Όμως με μέτρο. Η ορχήστρα ήξερε τι θα πει διάλειμμα.
Στις 11 παρά δέκα ο χορός έχει ανάψει. Είναι ένα καλαματιανό και λέω «Γιώργη, σήκω να χορέψεις με το φίλο σου και την κόρη του». Και σηκώθηκα. Έλα όμως που τα έντερά μου είχαν διαφορετική άποψη. Ξανακάθισα. Περίμενα υπομονετικά το μαρτύριό μου μέχρι να σταματήσει να χορεύει ο φίλος μου ο Γιάννης. Η συνοδός μου με βοήθησε πολύ. Μιλούσαμε και η προσοχή μου δεν ήταν στα… έντερά μου. Όταν σταμάτησε ο χορός πήγα, τον βρήκα και του είπα ψέματα: Του είπα ότι είμαι κουρασμένος. Στην πραγματικότητα ήξερα ότι σε 5 λεπτά θα ήμουν χεσμένος. Ο Γιάννης με αποχαιρέτησε και φύγαμε με τη συνοδό μου από το χώρο.
Πιο πέρα, σε μεγάλη απόσταση ήταν το χειμερινό κτίσμα του μαγαζιού. Το κτίριο ήταν νεκρό. Μόνο η κουζίνα ήταν ανοιχτή. Τηλεφωνήσαμε σ’ ένα ταξί και περιμέναμε. Πίσω μας υπήρχε ένα μπαλκόνι με τραπεζάκι και καρέκλες. Καθίσαμε και περιμέναμε το ταξί. Σ’ ένα λεπτό η ανάγκη να βρεθώ σε τουαλέτα είχε γίνει επιτακτική. Αφήνω τα πάντα στο τραπέζι και μπαίνω στην φωτεινή πόρτα της κουζίνας. Ο μάγειρας με κοίταξε έκπληκτος.
– Πού είναι η τουαλέτα;
– Μα στο χώρο του γάμου δεν έχει τουαλέτα;
– Δεν προλαβαίνω να φτάσω.
– Κατέβα τη σκάλα και είναι απέναντι.
Κατεβαίνω σα σφαίρα, μπαίνω στην πρώτη τουαλέτα και σπρώχνω με δύναμη την πόρτα να κλείσει καλά διότι οι σύρτες δεν λειτουργούσαν. Αφού… έλυσα το πρόβλημά μου τράβηξα το πόμολο ν’ ανοίξω την πόρτα. Τα κουφώματα ήταν σκεβρωμένα και η πόρτα είχε φρακάρει! Τράβαγα, ξανατράβαγα, τίποτα. «Δεν πειράζει» σκέφτηκα. «Θα τηλεφωνήσω στη συνοδό μου να φέρει βοήθεια». Έλα όμως που το κινητό το είχα αφήσει στο τραπέζι; Η επόμενη σκέψη ήταν να σπάσω την πόρτα. Τι το κάνω το Καράτε τόσα χρόνια; Οι συνθήκες δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Μάλλον θα έσπαγα κανένα χέρι ή κανένα πόδι. Κοίταξα το παράθυρο. Ήταν 50Χ30 εκατοστά. Σκέφτηκα να σπάσω το τζάμι, αλλά ποιος θα με άκουγε; Έξω παίζανε κλαρίνα! Άρχισα να χτυπάω την πόρτα και να φωνάζω «είναι κανείς εδώ;». Ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου τι θα πει να είσαι ποντικός μέσα στη φάκα. Έμεινα εκεί 9 λεπτά. Ευτυχώς κάποιος μάγειρας χρειάστηκε να πάει στην τουαλέτα κι έτσι είμαι εδώ και γράφω. Αλλιώς θα ήμουν ακόμα στην Καρδίτσα…