Η Γιαγιά
Η Γιαγιά
Παράδοξη Ψυχολογία
Ο προπάτορας της ψυχολογίας του παράδοξου ήταν ο ψυχίατρος Milton H. Erickson. Ακολούθησαν πολύ αξιόλογοι ψυχοθεραπευτές όπως ο Paul Watzlawick , ο Jay Haley, ο John Weakland και πολλοί άλλοι. Η κοινή τους άποψη ήταν ότι αν ένα πρόβλημα δεν λύνεται με τη λογική, θα λυθεί μόνον με παράδοξη αντιμετώπιση. Όσο κι αν προσπαθήσεις να λύσεις το πρόβλημα με «λογικές» μεθόδους, θα καταλήγεις σε αδιέξοδα. Κι όσο θα κάνεις πιο πολύ από το ίδιο, τόσο θα έχεις πιο πολύ από το ίδιο αποτέλεσμα. Η παρακάτω ιστορία αποτελεί ένα παράδειγμα αυτής της ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης.
Η οικογένεια απαρτίζεται από πέντε μέλη. Ο μπαμπάς 50 ετών, χειρουργός σε ένα Νοσοκομείο και μάλλον εργασιομανής. Η μητέρα συμβολαιογράφος, 39 ετών συμβολαιογράφος. Ο Σταύρος που είναι 14 ετών. Η κόρη που ονομάζεται Ελένη και είναι 10 ετών. Έχει γίνει διάγνωση ότι ο Σταύρος πάσχει από «απλή σχιζοφρένεια». Η απλή σχιζοφρένεια είναι μια διαταραχή του νευρικού συστήματος όπου το παιδί ή όποιος την έχει αδυνατεί να αντιληφθεί τα συναισθήματα του. Αργότερα, ο καθηγητής του Harvard Πέτρος Σιφναίος ονόμασε αυτή τη διαταραχή «αλεξιθυμία». Πώς λέμε «αλεξικέραυνο»; Ακυρώνει τον κεραυνό. Πώς λέμε Αλεξάνδρα; (Αυτή ακυρώνει τους άνδρες…). Ένας όρος που δεν χρησιμοποιεί το συνθετικό «σχίζο»…
Ο μεγαλύτερος αδερφός του γιατρού, που με γνώριζε του πρότεινε να έρθει με την οικογένεια του να τους δω κι εγώ μια φορά. Πράγματι ήρθαν και οι 4. Νόμισα κι εγώ ότι ο Σταύρος έχει όντως θέμα με τον χειρισμό και την αντίληψη των συναισθημάτων του.
Μέσα από την συζήτηση κατάλαβα ότι ένα πολύ κεντρικό άτομο στην οικογένεια ήταν η γιαγιά η οποία δεν ήταν παρούσα στη συνεδρία. Η γιαγιά ήταν μητέρα της συμβολαιογράφου και είχε το όνομα Ελένη όπως και η εγγονή της. Το όνομα Σταύρος είχε να κάνει με τον συμπέθερο, που (απ’ ότι κατάλαβα αργότερα) η γιαγιά Ελένη δεν τον συμπαθούσε και πολύ… Μια και κατάλαβα ότι η γιαγιά παίζει σημαντικό ρόλο, φρόντισα πρώτα να κάνω μια καλή επαφή με όλα τα μέλη της οικογένειας και στη συνέχεια, τους παρακάλεσα στην επόμενη συνεδρία να έρθει και η γιαγιά.
Έτσι κι έγινε: Στην πρώτη φάση τα πράγματα ήταν λιγάκι αμήχανα γιατί όλη η οικογένεια ήθελε να στρέψει το ενδιαφέρον της πάνω στο Σταύρο. Επειδή δεν μου άρεσε αυτό, μετέφερα τη συζήτηση αλλού. Ζήτησα στο ζεύγος να μου πουν πως είναι η σχέση τους, μπροστά στα παιδιά. Ο πατέρας είπε ότι αγαπάει τα παιδιά του και την οικογένεια του και ότι εργάζεται από το πρωί μέχρι το βράδυ για να τους προσφέρει αυτά που θέλουν. Η σύζυγος ανέφερε ότι δεν είχαν σχεδόν καμία σχέση με τον σύζυγο της και ότι η σχέση τους ήταν πλέον τελείως τυπική. Αυτό το απέδιδε στο ότι ο σύζυγος της εργαζόταν υπερβολικά πολλές ώρες. Κατά την διάρκεια αυτής της συζήτησης η γιαγιά έδειχνε να είναι στο κόσμο της και να μην έχει καμία σχέση με την ομήγυρη.
Όταν όμως ρώτησα τα παιδιά πως βλέπουν την οικογένεια τους, η γιαγιά γούρλωσε τα μάτια και εστίασε ιδιαίτερα στη συζήτηση. Πρώτη μίλησε η Ελενίτσα, 10 ετών, η οποία είπε, η μαμά μένει πολλές ώρες μόνη της και μας αγαπάει. Κι ο μπαμπάς μας αγαπάει, αλλά δεν έρχεται πολύ συχνά στο σπίτι για να κάνουμε παρέα. Η γιαγιά παρέμεινε σιωπηλή. Ο Σταύρος είπε ότι ο μπαμπάς δουλεύει σκληρά για εμάς και θα μας άρεσε να κάνουμε παρέα με τον μπαμπά αλλά ξέρουμε ότι έχει δουλειά. Εκείνη την στιγμή πετιέται η γιαγιά και λέει: «Πώς μιλάς έτσι για την μαμά σου»; (Μ΄ άλλα λόγια «πώς τολμάς να μη συμπλέεις με τη μάνα σου»;!). Από ‘κει και πέρα ο Σταύρος άρχισε να λέει αρλούμπες. Ξαφνικά έχασε τον ειρμό της σκέψης και συναισθηματικά μετατράπηκε σ ένα επίπεδο πλάσμα.
Δεν ξέρω ποιες δυνάμεις ήταν αυτές που με επηρέασαν εκείνη τη στιγμή. Γυρνάω και κοιτάω τη γιαγιά στα μάτια και της λέω: « Γιαγιά, ωραίο πράγμα το γαμήσι όταν είναι πετυχημένο». Η γιαγιά δεν είπε τίποτα. Επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση όπου κοιτούσε το ταβάνι και ήταν στον κόσμο της.
Η συζήτηση γύρω από την σχέση της οικογένειας συνεχίστηκε και ήταν αρκετά εποικοδομητική μέχρι τη στιγμή που εξέφραζε μια λογική άποψη ο Σταύρος. Εκεί πετιόταν αμέσως η γιαγιά έλεγε κάτι. Ο Σταύρος μετατρέπονταν πάλι σε …ζόμπι.
Κάθε φορά που το έκανε αυτό η γιαγιά την κάρφωνα στα μάτια και της έλεγα: «Γιαγιά ωραίο πράγμα το γαμήσι όταν είναι πετυχημένο». Με το που το άκουγε αυτό η γιαγιά αμέσως επανέρχονταν στην προηγούμενη κατάσταση: Βλέμμα στο άπειρο.
Η συζήτηση συνεχίστηκε για περίπου μια ώρα όπου εγώ αυτή την φράση πρέπει να την είπα 3-4 φορές. Όποτε την έλεγα, ο Σταύρος μιλούσε λογικά. Όποτε η γιαγιά μιλού,σε ο Σταύρος έχανε τα αυγά και τα πασχάλια. Κάποια στιγμή λοιπόν, ο πατέρας που ήταν νοήμων άνθρωπος και η μητέρα που ήταν ευαίσθητος άνθρωπος άρχισαν να καταλαβαίνουν το ρόλο της γιαγιάς στη σχιζοφρένεια του Σταύρου. Πάνω εκεί τους είπα ότι θα ανανεώσουμε το ραντεβού μας και τους ξεπροβόδισα στη πόρτα. Η γιαγιά έμεινε πίσω. Περίμενα να με κατσαδιάσει ή να μου κάνει αρνητική κριτική. Η γιαγιά, αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν την ακούει κλείνοντας μου το μάτι μου είπε: « Ωραίο πράγμα το γαμήσι όταν είναι πετυχημένο».
Η γιαγιά είχε καταλάβει ότι αυτό που πραγματικά έλεγα ήταν ότι μια οικογένεια δεν μπορεί να είναι καλά αν ο δεσμός της ηδονής δεν υπάρχει ανάμεσα στους γονείς. Αυτή δεν ήταν οικογένεια. Ήταν ένας πρακτικός και οικονομικός διακανονισμός.