Μετατοπίζοντας Περιεχόμενα
Bill O’ Hanlon
James Wilk
SHIFTING CONTEXTS
The Guilford Press
1979
Μετάφραση: Γιώργος Πιντέρης, Ph. D.
ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΟΝΤΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Όταν ανακοινώθηκε για πρώτη φορά η εφεύρεση της ατμομηχανής τον περασμένο αιώνα, ένας ξεχωριστός και έξυπνος Ιρλανδός επιστήμων αναφέρεται ότι είπε: «Στην πράξη λειτουργεί ΟΚ, αλλά λειτουργεί και στη θεωρία»;
Αργά ή γρήγορα στην επαγγελματική ζωή κάθε φορέα αλλαγής, σε κάθε τομέα της ανθρώπινης προσπάθειας προκύπτει κάποια εμπειρία όπου επιτυγχάνει αποτελέσματα τα οποία είναι πέρα από εκείνα που προβλέπει η θεωρία. Περιστασιακά –πολύ περιστασιακά – τέτοιες κρυφές ματιές στον πλούτο τέτοιων πιθανοτήτων μας οδήγησαν στην αναθεώρηση των θεωρητικών μας απόψεων. Η επιστήμη προοδεύει και ανοίγει δρόμους για καινούργιες δυνατότητες. Τις περισσότερες φορές, οι αλλαγές που επιτυγχάνονται ταχύτερα και πιο εντυπωσιακά απ’ ό,τι θα επέτρεπαν οι επικρατούσες γνώμες, σκουπίζονται κάτω απ’ το χαλί, απορρίπτονται ως τυχαίες και σύντομα ξεχνιούνται τόσο από τους ανυποψίαστους παρ’ ολίγο νεωτεριστές, όσο και από τους γκρινιάρηδες στενοκέφαλους παρατηρητές που τις βλέπουν.
Το πεδίο της ψυχοθεραπείας δεν αποτελεί εξαίρεση. Κάθε ψυχοθεραπευτής τον οποίο ρωτήσαμε πάνω στο θέμα αυτό, ομολόγησε ότι υπήρξαν μεμονωμένες εμπειρίες στις οποίες πέτυχαν το επιθυμητό θεραπευτικό αποτέλεσμα με μόνον μια συνεδρία. Ένα χρόνιο και σοβαρό πρόβλημα το οποίο αντιστάθηκε σε όλες τις προηγούμενες θεραπευτικές προσπάθειες, ξαφνικά διαλύεται από την πρώτη συνεδρία, και η ζωή του επισκέπτη στη συνέχεια μεταμορφώνεται. Αλλά το περιστατικό το οποίο δεν ταίριαζε στις επικρατούσες θεωρίες αλλαγής απλά παρέμενε περισσότερο σαν μια εξαίρεση, μια παραξενιά, μια ανεξήγητη ανωμαλία, αντί να γίνει μια αφετηρία αμφισβήτησης των ορίων που θέτει η θεωρία. Και μέχρι κάποιος να μας προσφέρει ένα θεωρητικό πλαίσιο το οποίο να αποδέχεται τέτοιες πιθανότητες, χιλιάδες χιλιάδων τέτοιων «συμπτώσεων» θα εξακολουθούσαν να θεωρούνται απλά και μόνο συμπτώσεις.
Το βιβλίο ξεκίνησε με την παραδοχή ότι οι «συμπτώσεις» της μίας συνεδρίας οφείλουν να είναι πιο ανεξήγητες από τις «συμπτώσεις» τριών συνεδριών, δέκα συνεδριών ή 357 συνεδριών. Ξεκινήσαμε να δούμε κατά πόσον υπήρχε κάποιος λόγος, στη θεωρία ή στην πράξη, για τον οποίον η ψυχοθεραπεία της μιας φοράς δεν θα μπορούσε να είναι το σύνηθες. Επίσης, καθώς οι πιθανότητες που γινόντουσαν αντιληπτές στην πράξη ήταν αναπόφευκτα πολύ περισσότερες από τις πιθανότητες που επιτρέπει η θεωρία, θέλαμε να βρούμε τρόπους ώστε να απελευθερώσουμε την θεραπεία από τα αυθαίρετα και περιοριστικά όρια που βάζουν οι θεραπευτές και οι επισκέπτες τους.
Συνεπώς, αυτό το βιβλίο ασχολείται με το πώς επιφέρουμε την επιθυμητή αλλαγή όσο το δυνατόν γρηγορότερα θέτοντας υπό αμφισβήτηση και αλλάζοντας αυτά που κάποιος προϋποθέτει. Σαν τέτοιο, έχει απαραίτητα έναν μινιμαλιστικό προσανατολισμό. Η έμφαση είναι πάντα στο πώς επιφέρουμε τη μέγιστη επιθυμητή μεταμόρφωση με την ελάχιστη απαραίτητη παρέμβαση – βιαζόμαστε να προσθέσουμε – όχι έτσι ώστε όλη η ψυχοθεραπεία να τελειώνει μετά την πρώτη συνεδρία, αλλά έτσι ώστε να είμαστε όσο πιο χρήσιμοι μπορούμε στους επισκέπτες μας. Μερικές φορές, η μόνη παρέμβαση που αποδεικνύεται να είναι απαραίτητη είναι να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο εμείς ή οι επισκέπτες μας μιλάνε για το πρόβλημα τους.
Αυτό είναι ένα πρακτικό βιβλίο το οποίο απευθύνεται σε επαγγελματίες θεραπευτές. Δεν απευθύνεται σε θεραπευτές μιας συγκεκριμένης σχολής σκέψης. Στην πραγματικότητα, η πιο αγαπημένη μας φιλοδοξία είναι να βρει αυτό το βιβλίο μια θέση στα ράφια όλων των ψυχοθεραπευτών – Ψυχαναλυτές και Μπιχεβιοριστές, Συστεμικούς οικογενειακούς θεραπευτές, οπαδούς του Γιούνγκ, Γνωστικιστές και Ροτζεριανούς. Ανεξάρτητα από τον θεωρητικό προσανατολισμό και το θεραπευτικό στυλ ενός θεραπευτή, το βιβλίο αυτό στοχεύει στο να κάνει τη δουλειά ενός ψυχοθεραπευτή πιο αποτελεσματική. Η πρόθεση μας είναι να συμπεριλάβουμε και όχι να αποκλείσουμε θεραπευτικές προσεγγίσεις. Στο βαθμό που ο θεραπευτής είναι περισσότερο αφοσιωμένος στο να κάνει μια θετική προσφορά στην ζωές των επισκεπτών του από το να προωθήσει περισσότερο τους σκοπούς μιας θεραπευτικής ιδεολογίας, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι έχει κάποια αξία. Και πιστεύουμε ότι αυτό ισχύει για την μεγάλη πλειοψηφία των θεραπευτών.
Καθώς κάθε θεραπευτής είναι υποχρεωμένος να λειτουργήσει στη βάση κάποιων προϋποθέσεων, το κλειδί είναι να μάθει να λειτουργεί μ’ ελευθερία στο επίπεδο των προϋποθέσεών του. Για να το τοποθετήσουμε πιο χοντρά: «Ελέγχεις εσύ τη θεωρία ή η θεωρία ελέγχει εσένα»; Και αν με μία θεωρία έχεις κολλήσει, δεν παραμένει και ο επισκέπτης σου κολλημένος μαζί σου; Απομακρυνόμενος από τις προϋποθέσεις και την απληστία της θεωρητικής κινούμενης άμμου, προς το σταθερό έδαφος της χωρίς ερμηνείες περιγραφής, δοκιμάζουμε να εισάγουμε γι’ αλλαγή τη βεβαιότητα στην ψυχοθεραπεία.
Για εκείνους που ενδιαφέρονται να μάθουν πώς φτάσαμε εδώ, ένα μέρος της ιστορίας βρίσκεται στο κείμενο αυτού του βιβλίου και το περισσότερο από το υπόλοιπο μπορεί να το συνάγει από τον Επίλογο. Αν όμως είσαι σαν κι εμάς, και σ’ ενδιαφέρει λιγότερο το πώς φτάσαμε εδώ και σ’ ενδιαφέρει περισσότερο τι κάνουμε τώρα, σου προσφέρουμε πολλά για ν’ ασχοληθείς.
Αν συνηθίζουμε συχνά να κάνουμε θεωρητικές αναφορές ριζωμένες στο εύφορο έδαφος της αλληλεπίδρασης τριών μεγάλων ρευμάτων της σύγχρονης σκέψης – την Επιστημολογία, την Κυβερνητική και τα General Semantics (Γενική Σημασιολογία) – αυτό δεν κάνει το κείμενό μας λιγότερο πρακτικό. Διότι, η προτίμησή μας είναι, όσο το δυνατόν να παρέχουμε ένα χώρο σκέψης μέσα στον οποίο μια θεραπεύτρια μπορεί να ενεργοποιήσει τη δική της αποτελεσματική προσέγγιση, τις δικές της πιθανότητες δράσης. Στο κάτω – κάτω η δουλειά του θεραπευτή είναι κάτι ανάλογο: Να δημιουργήσει στον επισκέπτη ένα χώρο σκέψης μέσα στον οποίο μπορεί να ενεργοποιήσει τις πιθανότητές του και να δει ξεκάθαρα ποια είναι εκείνα που έχει ανάγκη να κάνει ώστε να λύσει το πρόβλημά του με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Και πώς να το πετύχει αυτό, είναι πάνω απ’ όλα το θέμα αυτού του βιβλίου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ
Πηγαίνοντας από το εδώ στο εκεί.
Πέρα από τον θεωρητικό προσανατολισμό του, η επιτυχία και η αποτυχία αργά ή γρήγορα υποχρεώνουν τον θεραπευτή να επανεξετάσει τις προϋποθέσεις και τους παράγοντες που σχετίζονται με την αλλαγή. – Claudio Angelo
Ξεκινήσαμε και οι δύο τις σταδιοδρομίες μας στην ψυχοθεραπεία χρησιμοποιώντας θεωρητικά μοντέλα τα οποία εκείνη την εποχή παραδοσιακά ευνοούνταν για τη θεραπεία ατόμων με παθολογικά (‘νευρωτικά’ ή ‘ψυχωτικά’) ψυχολογικά, συναισθηματικά και προβλήματα στη συμπεριφορά. Αυτές οι προσεγγίσεις βασιζόντουσαν σε ορισμένες καλά εδραιωμένες αρχές και ‘στοιχεία’ για τους ανθρώπους, για την προέλευση και τη λειτουργία των συμπτωμάτων και για τις κατάλληλες θεραπευτικές διαδικασίες. Βρισκόμενοι αντιμέτωποι με αληθινά ανθρώπινα διλήμματα και ψυχική ταλαιπωρία, σύντομα αντιληφθήκαμε ότι οι προσεγγίσεις που χρησιμοποιούσαμε δεν ήταν τόσο αποτελεσματικές όσο ελπίζαμε ότι θα είναι. Έτσι αρχίσαμε να ψάχνουμε για πιο αποτελεσματικούς τρόπους να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να λύσουν τα διλήμματα που τους έφεραν για θεραπεία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της αναζήτησης, μελετήσαμε και εφαρμόσαμε πολλές διαφορετικές τεχνικές
και προσεγγίσεις. Παρατηρήσαμε ότι καθώς μεταβάλαμε τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζαμε τη θεραπεία – καθώς τα θεωρητικά μοντέλα μας, οι τεχνικές μας παρεμβάσεις, ακόμα και ο τρόπος που αξιολογούσαμε το παρόν πρόβλημα μεταβλήθηκαν –υπήρχαν αντίστοιχες μεταβολές στα είδη των αντιδράσεων και στα αποτελέσματα που αποκομίζαμε. Σταδιακά, μας έγινε πιο ξεκάθαρο ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και προσεγγίζαμε τους επισκέπτες μας είχε περισσότερη σχέση με τα επιτυχή αποτελέσματα, από ό,τι οι ίδιοι οι επισκέπτες, το ιστορικό τους, οι προσωπικότητες τους ή τα προβλήματα που τους ταλαιπωρούσαν. Αρχίσαμε να αμφιβάλουμε όλο και περισσότερο αν υπήρχαν καν, κάποια «αντικειμενικά» και «στέρεα» προβλήματα. Πειστήκαμε ότι τα προβλήματα είναι πολύ διαπραγματεύσιμα, και ότι οι θεραπευτές παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στον ορισμό του προβλήματος ακόμα και στη δημιουργία των δυσκολιών που παρουσιάζει η θεραπεία. Αυτά που οι θεραπευτές συζητάνε, παραλείπουν, διερευνούν ή αγνοούν είναι πολύ σημαντικά. Πώς κλείνουν τα ραντεβού τους; Ποιους συμπεριλαμβάνουν στην συνεδρία; κ.λπ. –όλοι αυτοί οι παράγοντες έμοιαζε να επηρεάζουν τον ορισμό του προβλήματος, τις αντιληπτές «αιτίες» των δυσκολιών καθώς και τη διάρκεια και τα αποτελέσματα της θεραπείας.
Οι οικογενειακοί θεραπευτές « ανακαλύπτουν» τέτοια προβλήματα βαφτίζοντάς τα « εδραιωμένες συμμαχίες» και «σαλατοποίηση» και οι επισκέπτες επηρεάζονται από αυτούς τους ορισμούς, ή καθορισμούς, άλλες φορές θετικά κι άλλες αρνητικά. Οι θεραπευτές της Συμπεριφοράς «ανακαλύπτουν» ότι η προβληματική συμπεριφορά που απορρέει από «μάθηση» και «επιβραβεύσεις» είναι το πρόβλημα που πρέπει να θεραπευθεί, και οι επισκέπτες τους καταλήγουν μ’ ένα πρόβλημα το οποίο ή θα λυθεί επιτυχώς από την θεραπεία ή όχι. Ένας επισκέπτης μπορεί να αποζητά θεραπεία από κάποιον ψυχοδυναμικά προσανατολισμένο θεραπευτή από τον οποίον μαθαίνει ότι έχει «χαμηλή αυτοεκτίμηση» και πρέπει « να δουλέψει» πάνω στο θέμα αυτό. Υποστηρίζουμε ότι αυτές δεν είναι καθόλου ανακαλύψεις, αλλά δημιουργίες που είναι διαπραγματεύσιμες και που θα επηρεάσουν την πορεία της θεραπείας και το επακόλουθο αποτέλεσμα.
Πέρα από πεποιθήσεις: Πλησιάζοντας τη βεβαιότητα στην ψυχοθεραπεία.
Η πεποίθηση δεν είναι η αρχή αλλά το τέλος όλης της γνώσης. – Johann Wofgang von Goete.
Εργαζόμασταν ο καθένας ανεξάρτητα, χιλιάδες μίλια μακριά ο ένας απ’ τον άλλον και δεν γνώριζε κανείς μας τίποτα για τη δουλειά του άλλου. Εντούτοις, σταδιακά μετά από αρκετά τηλεφωνήματα μακράς διαρκείας τα οποία έγιναν αρχικά με σκοπό να οργανώσουμε κάποια εκπαιδευτικά τμήματα στην Αγγλία, αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε κάποιες αξιοσημείωτες ομοιότητες στις εξελισσόμενες προσεγγίσεις μας στην ψυχοθεραπεία. Ένας από μας (O’ Hanlon) επισκέφθηκε την Αγγλία με σκοπό να διδάξει μια σειρά σεμιναρίων το 1982, και ήταν τότε που και οι δύο ανακαλύψαμε ότι μια από τις κοινές μας έγνοιες ήταν ένα φαινόμενο που δεν είναι άγνωστο σε πολλούς θεραπευτές: Συγκεκριμένα, « Η θεραπεία της μιας συνεδρίας». Γιατί, αρχίσαμε να ρωτάνε τον εαυτό μας, μερικές φορές συμβαίνουν τόσο γρήγορες αλλαγές και γιατί δεν συμβαίνουν συχνότερα;
Αποφασίσαμε λοιπόν, να επινοήσουμε τρόπους και μεθόδους ώστε εμείς και οι άλλοι να μπορούμε να έχουμε τέτοιες γρήγορες επιτυχίες με μεγαλύτερη συχνότητα και προβλεψιμότητα. Από τότε που ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια, συνεργαστήκαμε με σκοπό να παρέχουμε την πιο ξεκάθαρη περιγραφή που θα μπορούσαμε για το πώς να κάνουμε την ψυχοθεραπεία όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική, και πώς να κάνουμε τη θεραπεία της μιας συνεδρίας ένα συχνότερα αναμενόμενο γεγονός. Συνεχίσαμε να εξετάζουμε αυτές τις αντιλήψεις και περιγραφές στην ίδια μας την κλινική δουλειά, ώστε και να τις τελειοποιήσουμε αλλά και ν’ αμφισβητήσουμε τις προηγούμενες ανεξέταστες «πεποιθήσεις» που είχαμε (κι ακόμα έχουμε). Έχουμε την εντύπωση πως πολλοί θεραπευτές πιστεύουν στα θεωρητικά τους μοντέλα, τα οποία μοντέλα αναμφισβήτητα μπερδεύουν το χάρτη με το πεδίο που απεικονίζει, και δεν καταφέρνουν να αντιληφθούν πότε τα θεωρητικά τους μοντέλα δεν φέρνουν αποτελέσματα στην θεραπεία. Μερικές φορές μάλιστα, τις αποτυχίες τους τις αποδίδουν στην «παθολογία» του επισκέπτη ή δικαιολογούν την έλλειψη αποτελεσμάτων αποδίδοντας την στην «αντίσταση» του επισκέπτη ή την «ομοιόσταση» της οικογένειας. Είμαστε σταθερά αφοσιωμένοι στο να επαληθεύουμε τις πεποιθήσεις μας με τα αποδεικτικά στοιχεία της κλινικής μας εργασίας, και ελπίζουμε και περιμένουμε ο αναγνώστης να κάνει το ίδιο. Περιμένουμε να συνεχίσουμε να ξεκαθαρίζουμε αυτά που καταλαβαίνουμε και ν’ αναθεωρούμε την κλινική μας προσέγγιση καθώς συνεχίζουμε να κάνουμε θεραπεία και να διδάσκουμε άλλους θεραπευτές.
Πιστεύουμε ότι στην κλινική εργασία υπάρχουν περιοχές βεβαιότητας και ανεξερεύνητες περιοχές αβεβαιότητας. Πιστεύουμε ότι η σύγχυση που υπάρχει στην προσπάθεια να διακρίνουμε ανάμεσα σε αυτές τις δυο περιοχές είναι η πηγή για πολύ από το μπέρδεμα και την έλλειψη αποτελέσματος στη θεραπεία. Θέλουμε να εισάγουμε τη βεβαιότητα στην ψυχοθεραπεία: Τη βεβαιότητα όσον αφορά τη φύση του παρουσιαζόμενού παραπόνου, τη βεβαιότητα για το εάν και πότε υπήρξαν αποτελέσματα, και τη βεβαιότητα για ό,τι πάντα παραμένει στο χώρο της αβεβαιότητας στην θεραπευτική εργασία.
Ο σκοπός αυτού του βιβλίου
Ο σκοπός για τον οποίο γράφεται αυτό το βιβλίο είναι ν’ απομυθοποιήσει και επαναπροσδιορίσει την πορεία και του στόχους της ψυχοθεραπείας, να αμφισβητήσει και να προκαλέσει τρέχουσες προϋποθέσεις (ανεξέταστες, υπαινισσόμενες θεωρητικές υποθέσεις) για τη φύση των ανθρώπινων διλημμάτων και την επίλυσή τους, και να επιτρέψει στους θεραπευτές να παράγουν μόνιμα αποτελέσματα στον συντομότερο το δυνατόν χρόνο.
Πέρα από την ψυχολογία
Μερικές φορές όταν λέμε σε ανθρώπους που συναντάμε ότι κάνουμε ψυχοθεραπεία, εκφράζουν κάποια ανησυχία ότι θα τους αναλύσουμε. Όταν τους διαβεβαιώνουμε ότι δεν αναλύουμε ανθρώπους, δεν μπορούν να φανταστούν για ποιον λόγο τότε πληρωνόμαστε. Η «Ανάλυση» είναι το βασίλειο της ψυχολογικής θεωρίας. Δεσμευόμαστε να μετακινήσουμε την ψυχοθεραπεία πέρα από την ψυχολογία –δηλαδή, πέρα από κάθε προσπάθεια να εξηγήσουμε γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται. Πιστεύουμε ότι η ψυχοθεραπεία είναι ένας ξεχωριστός τομέας από μόνος του, και ότι πολλή από την ψυχολογία όχι μόνον είναι άσχετη στην παραγωγή θετικών αποτελεσμάτων στην ψυχοθεραπεία, αλλά μπορεί κατά καιρούς να είναι εμπόδιο στο να πετύχουμε αυτά τα αποτελέσματα. Τις απόψεις μας για την άνευ σημασίας σχέση ανάμεσα στη ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία, τις αναλύουμε περισσότερο και γίνονται φανερές – και πιστεύουμε προφανείς – καθώς προχωράει το βιβλίο.
Οδεύοντας στο κεφάλαιο ένα
Γιατί χρησιμοποιήσαμε τον όρο « κλινική επιστημολογία»; Όταν πρωτοείπαμε στους φίλους και τους συναδέλφους μας ότι γράφαμε ένα βιβλίο πάνω στην «κλινική επιστημολογία», αντέδρασαν και μας διαβεβαίωσαν ότι θα πουλήσουμε μόνον δύο αντίγραφα: Ένα για καθεμία από τις μητέρες μας. Καθώς προσπαθούσαμε να κάνουμε αυτό το βιβλίο όσο το δυνατόν πιο προσβάσιμο στους κλινικούς και όσο το δυνατόν πιο σχετικό με την κλινική εργασία, διστάζαμε εντελώς να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο. Δεν θέλαμε να απομακρύνουμε εκείνους τους αναγνώστες για τους οποίους γράφαμε αυτό το βιβλίο – εκείνος που θέλουν να δουν μια διαφορά στην καθημερινή τους πρακτική της ψυχοθεραπείας. Στο γράψιμο αυτού του βιβλίου σε πολλά σημεία, σκεφτήκαμε να λογοκρίνουμε τη λέξη «επιστημολογία» και να παραλείψουμε κάθε σχετική αναφορά στο θέμα. Εν τούτοις, στο τέλος αποφασίσαμε πως είναι ο πιο περιγραφικός όρος για την περιοχή που θέλουμε να καλύψουμε κι έτσι το κρατήσαμε. Πιστεύουμε, καλώς ή κακώς, ότι η ουσία αυτών που προσπαθούμε να πούμε μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον στο πλαίσιο της επιστημολογίας και να την διαχωρίσουμε καθαρά από αυτό που μπορεί αλλιώς να εκληφθεί λανθασμένα σαν απλές διαφορές στην «τεχνική» ή την προσέγγιση.
Είμαστε κλινικοί και θέλουμε αυτό το βιβλίο να διαβαστεί και να χρησιμοποιηθεί από άλλους κλινικούς, κι έτσι έχουμε προσπαθήσει να το κάνουμε ένα πρακτικά εφαρμόσιμο βιβλίο. Αλλά δεν θέλουμε να παραβλέψουμε τις μάλλον τραβηγμένες επιπλοκές αυτών που λέμε, και γι’ αυτό το λόγο είμαστε υποχρεωμένοι να παρέχουμε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Θα διερευνήσουμε ένα πεδίο που ίσως να είναι καινούργιο αλλά, την ίδια στιγμή είναι παράξενα γνώριμο. Διότι ο τομέας της κλινικής επιστημολογίας συμπεριλαμβάνει ακριβώς το πλαίσιο στο οποίο υπάρχουμε, όχι μόνο σαν θεραπευτές, αλλά σαν άντρες και γυναίκες που ασχολούμαστε με την καθημερινή εργασία να βγάλουμε κάποιο νόημα από τον κόσμο μας και τον εαυτό μας και μετά να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις λανθασμένες – και συχνά ελαττωματικές – πεποιθήσεις μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Κλινική Επιστημολογία και Κλινική Πρακτική
Κάθε μορφή ψυχολογίας ή ψυχιατρικής στηρίζεται επάνω σε κάποιο είδος φιλοσοφικών προϋποθέσεων. Το μόνο σφάλμα είναι να μην αντιλαμβάνεσαι αυτές τις προϋποθέσεις• η μόνη ψευδαίσθηση είναι να το αρνείσαι. – Rollo May
Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με το τι λέει ο συγγραφέας, αλλά με το τι δεν λέει. Επίσης, δεν έχει να κάνει τόσο με αυτά που γνωρίζει ότι προϋποθέτει, αλλά με εκείνα που έχει υποθέσει ασυνείδητα. Δεν αμφισβητούμε την εντιμότητα του συγγραφέα. Αυτό που κριτικάρουμε είναι την οξυδέρκειά του. Κάθε γενεά κριτικάρει τις ασυνείδητες προϋποθέσεις που έκαναν οι γονείς της. – Alfred North Whitehead.
Αυτά που ο θεραπευτής γνωρίζει, καταλαβαίνει και πιστεύει σχετικά με τον ασθενή του είναι συχνά περιορισμένου χαρακτήρα και συχνά λανθασμένα. – Milton H. Erickson.
Μετατοπίσεις στις μεθόδους με τις οποίες ένας θεραπευτής αποκτάει γνώση και αλλοιώσεις σε αυτά που ο θεραπευτής « γνωρίζει» μπορούν να επηρεάσουν ριζικά την πορεία και τα αποτελέσματα της θεραπείας. Η επιστημολογία είναι η επιστήμη της επαλήθευσης αυτών που διεκδικούμε σαν γνώση. Η εξέταση αυτών που οι θεραπευτές και οι επισκέπτες νομίζουν ότι ξέρουν, όσων μπορεί να γνωρίζουν με βεβαιότητα, και πώς ξέρουν αυτά που ξέρουν, αποτελεί την περιοχή την οποία η κλινική επιστημολογία διερευνά με τις αναζητήσεις της.
Η σχέση και η σχετικότητα της επιστημολογίας με την κλινική εργασία.
Υπάρχει «κάτι τέτοιο» σαν τα συμπτώματα; Τα προβλήματα; Μ’ μπορούν να εντοπιστούν «οι αιτίες» των παραπόνων που έρχονται για ψυχοθεραπεία; « Έχουν» οι άνθρωποι προσωπικότητες; Υπάρχει το φαινόμενο υποκατάστασης συμπτωμάτων; Μπορεί κάποια εμπειρική τεκμηρίωση να υποστηρίξει την υποτιθέμενη ύπαρξη αυτού του φαινομένου;
Η εξέταση των θεμάτων που θέτουν αυτές κι άλλες ερωτήσεις μπορεί να έχει βαθιά επίδραση στην θεραπευτική εργασία. Η γλώσσα και οι πράξεις των επισκεπτών αλλά και των θεραπευτών τους αντικατοπτρίζουν τις υποβόσκουσες υποθέσεις που κάνουν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τις δικές μας πράξεις, εμπειρίες, αντιλήψεις και των άλλων, είναι τα κυριότερα μέσα που έχουμε σαν θεραπευτές ώστε να εντοπίζουμε και να αμφισβητούμε αυτές τις προϋποθέσεις.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Όταν ένας άνθρωπος κάνει οποιονδήποτε επιστημολογικό ισχυρισμό (δηλαδή, ισχυρίζεται ότι ξέρει κάτι) αυτός ο ισχυρισμός – είτε είναι σωστός ή λάθος, δεκτός ή μη αποδεκτός – προϋποθέτει έναν σημαντικό αριθμό άλλων απόψεων, πάνω στην αλήθεια των οποίων στηρίζεται η ορθότητα του ισχυρισμού. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι ο Γιάννης είναι καταθλιμμένος ή ότι η κατάθλιψη είναι το αποτέλεσμα απωθημένου θυμού, ή ότι η κατάθλιψη του Γιάννη είναι η αιτία για την τρέχουσα χαμηλή αυτοεκτίμησή του ή ότι η κατάθλιψη του Γιάννη λειτουργεί σαν σταθεροποιητικός παράγοντας στο γάμο του ή οτιδήποτε άλλο, προϋποθέτει πολλά πράγματα. Αν ένα άτομο επιβεβαιώνει ή αρνείται έναν επιστημολογικό ισχυρισμό, μπορούμε να πούμε ότι το άτομο αυτό πιστεύει στην αξιοπιστία και εγκυρότητα αυτών των προϋποθέσεων. Αυτή η πεποίθηση είναι υπαινισσόμενη , υπό την έννοια ότι το άτομο μπορεί να μην έχει ποτέ σκεφτεί στα σοβαρά κατά πόσον αυτά που υποθέτει στέκουν ή όχι. Εν τούτοις, η αλήθεια (ή το ψέμα) αυτών που διατυπώνει λογικά στηρίζεται πάνω στην εγκυρότητα αυτών που προϋποθέτει.
Χρησιμοποιούμε τον όρο «επιστημολογικές προϋποθέσεις» ώστε να μιλήσουμε γενικά για ορισμένες υποθέσεις που κάνουμε τις οποίες συχνά συναντάμε σαν προϋποθέσεις ορισμένων επιστημολογικών ισχυρισμών, για παράδειγμα προϋποθέσεις όπως:
• Τα συναισθήματα προκαλούν πράξεις.
• Τα συμπτώματα εξυπηρετούν κάποιον ομοιοστατικό μηχανισμό στο οικογενειακό σύστημα.
• Ο θυμός είναι κάποια ποσότητα ή ουσία η οποία μπορεί ν’ απελευθερωθεί ή ν’ απωθηθεί η έκφρασή της ή ότι μπορεί να προκαλέσει ζημιά αν το άτομο κρατήσει το θυμό μέσα του.
Όντας σε θέση να συζητήσουμε αυτές τις γενικές υποθέσεις που εμπεριέχονται σαν προϋποθέσεις σε ορισμένα επιστημολογικά αξιώματα, μπορούμε να υποβάλουμε αυτές τις υποθέσεις σε κριτική• αν αποδειχθεί ότι είναι αμφισβητήσιμες, μπορούμε να θέσουμε κατευθυντήριες γραμμές βάσει των οποίων να θεωρούμε απαράδεκτους κάθε επιστημολογικούς ισχυρισμούς που περιέχουν τέτοιες υποθέσεις σαν προϋποθέσεις. Οι επιστημολογικές προϋποθέσεις περιγράφονται και ορίζονται με κάπως περισσότερη αυστηρότητα στην Προσθήκη 1.
Οι επιστημολογικές προϋποθέσεις που κάποιος γενικά πιστεύει σαν θεμελιώδεις προϋποθέσεις, και τα κομμάτια που θεωρεί μη έγκυρα και συνεπώς απαράδεκτα, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο να δημιουργηθούν τα στάνταρ ή να διαμορφώσουν τις αρχές με τις οποίες ένας αξιολογεί το πόσο εύλογος είναι ο ισχυρισμός του ότι γνωρίζει κάτι. Αν κάποιος δεν υποθέτει ότι συναισθήματα όπως ο θυμός είναι ποσότητες ή ουσίες, και ότι υπάρχει μια ορισμένη ποσότητα που ένας άνθρωπος έχει οποιαδήποτε ώρα, ή αν κάποιος δεν υποθέτει ότι φυσικά φαινόμενα όπως οι καταιγίδες είναι οιωνοί των θεών, τότε εκφράσεις όπως «κουβαλάει πολύ ανέκφραστο θυμό μέσα του» ή «η αιτία για τις πρόσφατες καταιγίδες είναι η δυσαρέσκεια του θεού για το χτίσιμο της εθνικής οδού» δεν θα θεωρούνται λάθος. Μάλλον η θεώρηση της αλήθειας ή της ψευτιάς αυτών των εκφράσεων δεν προκύπτει καν, γιατί η αλήθεια ή η ψευτιά καθεμιάς στηρίζεται σε μη έγκυρες υποθέσεις. Η αλήθεια ή η ψευτιά της φράσης « Ο τωρινός βασιλιάς της Γαλλίας οδηγεί Mercedes» δεν προκύπτει αν δεν υπάρχει τωρινός βασιλιάς της Γαλλίας. Οι υποθέσεις που κάνει κάποιος για το τι είναι δυνατόν να γνωρίζει – σχετικά με την ύπαρξη ορισμένων τάξεων από νοηματικές οντότητες για τις οποίες κάποιος ισχυρίζεται ότι έχει γνώσεις, και σχετικά για κάποιες υποτιθέμενες σχέσεις που κάποιος θεωρεί ότι ισχύουν στον κόσμο, και τα λοιπά – θα δημιουργήσουν μια σημαντική βάση για τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί το ορθολογισμό των επιστημολογικών ισχυρισμών. Μια εντελώς διαφορετική ομάδα υποθέσεων θα παράγει μια εντελώς διαφορετική επιστημολογική ανάλυση.
Στον κλινικό χώρο, η συνάφεια των επιστημολογικών προϋποθέσεων του θεραπευτή και του επισκέπτη, μοιάζει να είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στην θεραπευτική αντίληψη και παρέμβαση. Του Gregory Bateson του άρεσε να λέει περιπαιχτικά ότι, ένας δεν μπορεί να μην έχει μια επιστημολογία και ότι αυτό ισχύει για αμφότερους θεραπευτές και επισκέπτες. Οι επιστημολογικές προϋποθέσεις αμφότερων του επισκέπτη και του θεραπευτή δεν γίνεται να μην επηρεάσουν τις αποφάσεις τους για το ποια «είναι» κλινικά η κατάσταση. Επίσης, δεν γίνεται να μην επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο καθένας τους αξιολογεί τις σχετικές λεπτομέρειες της κλινικής κατάστασης, τι νομίζουν ότι χρειάζεται να γίνει, αν μπορεί να γίνει οτιδήποτε, πώς να το κάνουν, πόσον καιρό θα πάρει, πώς θα γνωρίζουν ότι η δουλειά ολοκληρώθηκε και πάει λέγοντας.
Στην κλινική σφαίρα, οι μετατοπίσεις στις επιστημολογικές προϋποθέσεις μπορούν να οδηγήσουν σε παρεμβάσεις τις οποίες δεν θα είχε αλλιώς σκεφτεί ο θεραπευτής. Το αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων μπορεί να οδηγήσει σε περεταίρω μετατοπίσεις αυτών που υποθέτει ο θεραπευτής, οδηγώντας τον έτσι σε περισσότερες καινοτόμες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ
Απ’ όσα γνωρίζουμε, ο όρος «κλινική επιστημολογία» προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Richard Rabkin (1977, σελίδες 182, 194, και 206-207) σαν ονομασία για ένα «νέο πεδίο». Όμως, δεν έκανε καμία νύξη καθόλου σχετικά με το ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό το πεδίο, εκτός από το ότι θα ασχολείτο κάπως με το πώς τα διάφορα ψυχολογικά προβλήματα περιέχουν διαφορετικούς τρόπους γνώσης. Συνεπώς μια «κλινική επιστημολογία» θα περιείχε μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο τα εξατομικευμένα προβλήματα είναι μέρος μιας αλληλεπίδρασης. Ο Keeney προσπαθεί να κατανοήσει την πρόταση του Rabkin με ορολογία Bateson καθώς διερευνά τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζει ο θεραπευτής να χρησιμοποιεί τα σημεία στίξης προκειμένου να συνθέσει έναν εμπειρικό κόσμο (1982, σελ. 157, 1983, σελίδες 27-28).
Ο Paul Dell (1982, σελ. 37) ισχυρίζεται ότι ο τομέας της ψυχικής υγείας χρειάζεται επειγόντως μια «κλινική επιστημολογία» και προτείνει ότι θα ήταν η συσσώρευση μιας μελέτης του «θέματος της παθολογίας». Μ’ αυτό μοιάζει να εννοεί τις ομάδες (ή τάξεις) των προβλημάτων με τα οποία ασχολούνται οι ψυχοθεραπευτές στα γραφεία τους. Όμως, ούτε ο Dell μας παρέχει κανέναν υπαινιγμό για το τι θεωρεί πως θα έπρεπε να είναι η «κλινική επιστημολογία», αλλά μοιάζει να προτείνει ότι θα συμπεριλάμβανε μια εξέταση των ατομικών και των συστημικών προβλημάτων με όρους ατομικών «επιστημολογικών λαθών» μια έννοια του Bateson. Ο Bateson συχνά έκανε αναφορά στην έννοια των «επιστημολογικών λαθών» (1978, 1979) με την οποία εννοούσε επιστημολογικές προϋποθέσεις που δεν «ταιριάζουν» με τον τρόπο που είναι πραγματικά φτιαγμένος ο κόσμος (όπου η λέξη «ταιριάζουν» έχει μια βιολογική/ εξελικτική σημασία). Αυτές «οι ψεύτικες προϋποθέσεις που αφοράν τον εαυτό τη σχέση του με τους άλλους» (1978, σελ. 283) και τον κόσμο, καθώς και οι πράξεις που απορρέουν από αυτές τις προϋποθέσεις, ήταν κατά τη γνώμη του Bateson, η ουσία της ψυχολογικής και κοινωνικής «παθολογίας».
Ως εδώ μετέφρασα. Πιστεύω πως η γενική ιδέα του βιβλίου έγινε κατανοητή. Φυσικά, όποιος ενδιαφέρεται να υλοποιήσει αυτή την προσέγγιση θα χρειαστεί να διαβάσει το βιβλίο.
Γιώργος Πιντέρης