Παζάρι με τον Ερντογάν Μπακάλ
Οι τούρκοι έχουν μια παροιμία: « Όταν δεν έχει δουλειά ο μπακάλης, ζυγίζει τα αρχίδια του». (Kayak bakal ta chaglare tartar). Μ’ άλλα λόγια, ο Τούρκος μπακάλης, εκτός από το να πουλήσει και να κερδίσει, θέλει να περάσει και την ώρα του. Και πώς περνάει ο μπακάλης την ώρα του; Παζαρεύοντας. Το παζάρι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανατολίτικης κουλτούρας. Οι δυτικοί διαπραγματεύονται. Οι ανατολίτες παζαρεύουν.
Τη μία και μοναδική φορά που επισκέφθηκα την Κωνσταντινούπολη, αποφάσισα ν’ αγοράσω μια άσπρη πίπα φτιαγμένη από ένα αποξηραμένο όστρακο που υπάρχει στην Τουρκία και ονομάζεται Murshaum, που θα πει «αφρός της θάλασσας». Όταν μπήκα στο μαγαζί, ο καταστηματάρχης ήταν μόνος του και έπινε το καφεδάκι του. Με υποδέχθηκε θερμά, όπως υποθέτω ότι θα υποδεχότανε κάθε νέο πελάτη. Του είπα ότι θέλω ν’ αγοράσω την πίπα. Την έβγαλε, την ακούμπησε μπροστά μου και άρχισε να την παινεύει. «Πόσο κάνει»; τον ρώτησα. «Εικοσιπέντε λίρες» απάντησε. Έβγαλα 30 λίρες και περίμενα τα ρέστα. Είχε σταθεί και με κοίταζε αμήχανος. «Λες να μην έχει ρέστα;» σκέφτηκα. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. «Τίποτε» μου απάντησε μ’ ένα ύφος ανάμεσα σε δυσαρέσκεια και απογοήτευση. Πήρε τις 30 λίρες, μου έδωσε πέντε λίρες ρέστα και είπε «ευχαριστώ» μ’ ένα ύφος που μου θύμιζε τα μάτια από τα σκυλάκια Hush Puppies που τα βλέπεις, και σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα.
Πριν βγω από το μαγαζί, κοντοστάθηκα: «Συγγνώμη κύριε. Μήπως έκανα κάτι που σας πείραξε»; Στο πρόσωπό του έλαμψε ένα χαμόγελο. «Όχι κάνατε. Δεν κάνατε κάτι. Αυτό με πείραξε». Το κοίταξα με απορία. «Δεν μου κάνατε παζάρια» μου απάντησε. Με αφορμή αυτή την κουβέντα, με κέρασε καφέ κι έκατσα μαζί του άλλη μισή ώρα. Άλλωστε, τουρίστας ήμουν. Είχα καιρό για χάσιμο. Μάλιστα, με συμβούλεψε πού να πάω για δερμάτινα και με δασκάλεψε πώς να παζαρέψω. Οπλισμένος λοιπόν με το μοναδικό φροντιστήριο που μου έχει γίνει στο παζάρι, πάω να συναντήσω τον Ερντογάν Μπακάλ για την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτών. Μαζί μου έχω την επιρροή από 3 αγαπημένους μου συγγραφείς: Τον Ν. Τσιφόρο, τον Δ. Ψαθά και το Κ. Πρετεντέρη.
- Ερτογάν εφέντη. Κρατάς ένα μήνα αιχμάλωτους δύο Έλληνες στρατιώτες.
- Κι εσείς μου κρατάτε 8 δικούς μου!
- Μα αυτοί ζήτησαν πολιτικό άσυλο από το πολίτευμά σου.
- Κι έπρεπε να τους το δώσετε;
- Αυτό υπαγορεύει το Διεθνές Δίκαιο.
- Ε, κρατήστε το δίκαιο. Από μένα τι θέλετε;
- Είπαμε. Τους στρατιώτες.
- Και τι θα μου δώσετε;
- Προοπτική για την Ευρώπη.
- Δεν θα την πάρω από σας.
- Δεν θα την πάρεις χωρίς εμάς.
- Ναι; Άμα θέλουν οι μεγάλοι της Ευρώπης, σιγά μην ακούσουν εσάς! Βρείτε κάτι άλλο να μου δώσετε.
- Να σε κεράσουμε ένα κυδωνάκι μπελτέ;
- Από γλυκά δεν έχω ανάγκη. Έχουμε τα καλύτερα. Όταν έρχεστε εδώ τ’ αγοράζετε σαν τρελοί.
- Ε, τι άλλο να σου δώσουμε;
- Το Καστελόριζο το χρειάζεστε;
- Συγγνώμη, αλλά …μας είναι απαραίτητο.
- Και με τη Σάμο συμβιβάζομαι.
- Καλοσύνη σου, αλλά λίγο μεγάλη δεν σου πέφτει;
- Οι καλοί παντού χωράνε μπρε! Άντε. Σας δίνω εγώ τους δύο και μου δίνετε κι εσείς δύο από τους 8.
- Δεν είναι δίκαιη μοιρασιά.
- Και βέβαια δεν είναι. Εγώ σας επιστέφω το 100% κι εσείς μου επιστέφετε το 25%. Ρίχνω τον εαυτό μου. Ρίχνω τον εαυτό μου. Αλλά, κάνω πίσω χάρη στην καλή γειτονία.
- Δεν πάει έτσι. Αυτά είναι μπακάλικα.
- Κι είναι κακά τα μπακάλικα; Ωραία, αφού δεν μου επιστρέφετε τους 8, τι θα μου δώσετε για να μην κάνω ένα θερμό επεισόδιο και χάσετε όλο τον τουρισμό σας;
- Αν το κάνεις, θα τον χάσεις κι εσύ τον τουρισμό. Ο Trump και οι Γερμανοί, όλο ταξιδιωτικές προειδοποιήσεις βγάζουν για την Τουρκία.
- – Δηλαδή, δεν αποκλείεις ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
- – Όχι βέβαια! Και τι μου δίνετε για να μην αμολήσω όλους τους πρόσφυγες;
- Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Άλλωστε, όπου να ‘ναι παίρνουμε και 3 δις από την Ε.Ε, οπότε καλύπτεται η ζημιά. Και τι μου δίνετε να μην αμολήσω όλους τους πρόσφυγες;
- Τους έχεις ήδη αμολήσει. 30% αυξήθηκαν από τις αρχές του χρόνου.
- Ακόμα δεν έχετε δει τίποτα.
Με δυο λόγια, πηγαίνουμε να ζητήσουμε τους 2 στρατιωτικούς και δεν έχουμε να προσφέρουμε κανένα αντάλλαγμα που να ενδιαφέρει πραγματικά τους Τούρκους. Θα μου πεις «μα έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας». Ας το έχουμε. Το μόνο που καταλαβαίνουν οι Τούρκοι είναι το παζάρι και η διαφορά δύναμης.
Κάποτε ο γιος ενός τσιγκούνη ήθελε ν’ αγοράσει ένα παντελόνι. Ο πατέρας του τον συμβούλεψε να πάει Δευτέρα πρωί – πρωί πρώτος στο μαγαζί του φίλου του Λεβί, που ήταν Εβραίος και δεν θα τον άφηνε να φύγει χωρίς να κάνει σεφτέ. Μάλιστα του είπε: «Ότι σου ζητήσει, δώσε του τα μισά». Παρακολουθούμε την αγοραπωλησία:
- Πόσο κάνει;
- Εκατόν είκοσι.
- Θα με το δώκεις εξήντα!
- Όχι παιδί μου. Δεν γίνεται. Άντε να στο δώσω 80.
- Θα με το δώκεις σαράντα.
- Τρελάθηκες παιδί μου; Σαράντα μου κοστίζει!
- Θα με το δώκεις 20.
- Δεν είμαστε καλά! Αλλά επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου, θα στο χαρίσω το παντελόνι! Θα μου δώσεις μόνο ένα Ευρώ για το σεφτέ.
- Θα με το δώκεις δύο παντελόνια !